Πρέπει να μιλάμε στο σκύλο μας; Και πώς;

από Μυρτώ Τζώρτζου

Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο δημοσιεύει ο ιστότοπος http://www.diagnovet.gr το οποίο έχει να κάνει με το πώς θα έπρεπε να μιλάμε στο σκύλο μας, αναφερόμενο στον τρόπο και τον τόνο της φωνής μας.

Είναι γνωστό ότι με το να μιλάει ένας γονέας γλυκά και τρυφερά στο νεογέννητο παιδί του βελτιώνει το δεσμό που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Ισχύει όμως το ίδιο και με το σκύλο;

Όλοι όσοι έχουν κατοικίδιο σίγουρα έχουν τη συνήθεια να το ρωτάνε συχνά «ποιος είναι το καλύτερο παιδί;» με έναν ιδιαίτερα ενθουσιώδη και ταυτόχρονα στοργικό τόνο. Αυτό το κάνουν φυσικά ενστικτωδώς επειδή αισθάνονται το ίδιο κοντά όπως και με τα παιδιά τους. Αλλά αυτό το είδος “baby talking” έχει κάποια πραγματική επίδραση στο σκύλο;

Μια ομάδα επιστημόνων αποφάσισε να ερευνήσει αν αυτός ο τρόπος ομιλίας στο σκύλο βελτιώνει το δεσμό μεταξύ  ζώων και ανθρώπων και πιο συγκεκριμένα αν κάνει καλό στο σκύλο. Στους ανθρώπους, όπως ξέρουμε, υπάρχουν πολλές λέξεις και φράσεις, γνωστές και ως η ομιλία που απευθύνεται σε βρέφη, “baby talk”. Ο τρόπος αυτός επικοινωνίας βοηθά στην απόκτηση γλωσσικών ικανοτήτων και βελτιώνει τον τρόπο που το μωρό δένεται με τον ενήλικα. Αυτή η μορφή ομιλίας έχει ομοιότητες με τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μιλάνε στα κατοικίδιά τους, γνωστή και ως dog-directed speech. Αυτός ο υψηλός ρυθμικός τόνος στη φωνή μας είναι συνηθισμένος στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις με τα σκυλιά στις δυτικές κουλτούρες, όμως δεν είναι πλήρως διασαφηνισμένο για το αν ωφελεί ένα σκύλο με τον ίδιο τρόπο που ωφελεί ένα μωρό.

Έτσι λοιπόν για την ανάγκη της έρευνας σχεδιάστηκαν δύο πειράματα στα οποία οι άνθρωποι αλληλεπιδρούσαν με σκύλους. Στο πρώτο πείραμα εξετάστηκε η ομιλία που απευθύνεται σε ενήλικες (adult-directed speech) έναντι της ομιλίας που απευθύνεται σε σκύλους (dog-directed speech). Η ομιλία που απευθύνθηκε σε σκύλους ήταν προσαρμοσμένη για σκύλους τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και από πλευράς προσωδίας.

Αντίθετα, η ομιλία που απευθύνθηκε σε ενήλικες περιείχε προτάσεις όπως «Πήγα στον κινηματογράφο χθες το βράδυ», οι οποίες εκφράστηκαν με «κανονικό» τόνο φωνής. Κατά τη διάρκεια των δύο τύπων ομιλίας μετρήθηκαν τα περιθώρια προσοχής των σκύλων. Έπειτα τα ζώα κλήθηκαν να επιλέξουν με ποιον ομιλητή ήθελαν να αλληλεπιδράσουν.

Αυτό το πρώτο πείραμα αποκάλυψε ότι τα σκυλιά προτιμούσαν περισσότερο τους ανθρώπους που τους είχαν απευθυνθεί χρησιμοποιώντας την ομιλία που απευθύνεται σε σκύλους. Ωστόσο, υπήρχε η πιθανότητα ότι αυτό ήταν απλά αποτέλεσμα μόνο του συναισθηματικού και ενθουσιώδους τόνου της φωνής που χρησιμοποιήθηκε και δεν είχε να κάνει με το περιεχόμενο.

Έτσι προχώρησαν στο δεύτερο πείραμα. Το περιεχόμενο από το πρώτο πείραμα επαναλήφθηκε αλλά με ανεστραμμένο τόνο, έτσι ώστε η φράση που σχετίζεται με το σκυλί να εκφραστεί με τον τόνο της ομιλίας που απευθύνεται προς έναν ενήλικα και αντιστρόφως.

Τα αποτελέσματα ήταν άκρως ενδιαφέροντα. Οι σκύλοι ήταν πιο πιθανό να θέλουν να αλληλεπιδράσουν και να  περάσουν χρόνο με τον ομιλητή που χρησιμοποίησε τον τόνο που απευθύνεται στους σκύλους με το αντίστοιχο περιεχόμενο που σχετίζεται με σκύλους, από ό, τι με αυτούς που χρησιμοποίησαν ομιλία απευθυνόμενοι σε ενήλικες χωρίς όμως περιεχόμενο σχετικό με σκύλους.

Όταν δε μπέρδευαν τους δύο τύπους ομιλίας και περιεχομένου, οι σκύλοι δεν έδειχναν προτίμηση για έναν ομιλητή έναντι άλλου. Τι δείχνει αυτό; Ότι οι σκύλοι, για να καταλάβουν, χρειάζεται να ακούνε λέξεις που σχετίζονται με αυτούς και με τον ιδιαίτερο  συναισθηματικό τόνο.

Οι υπεύθυνοι της έρευνας ελπίζουν ότι αυτή η έρευνα θα είναι χρήσιμη για τους ιδιοκτήτες ζώων συντροφιάς που αλληλεπιδρούν με τα ζώα τους, για τους κτηνιάτρους καθώς και για τους ανθρώπους που ασχολούνται με επαγγέλματα διάσωσης.

Διαβάστε επίσης

Αφήστε ένα Σχόλιο