Εξακόσια εκατομμύρια. Αυτός είναι ο αριθμός των αδέσποτων ζώων σε όλον τον κόσμο. Από αυτά τα 3 με 4 εκατομμύρια βρίσκονται στη χώρα μας, αριθμός ρεκόρ αν σκεφτούμε πόσο μικρή χώρα είμαστε. Και όμως σε αυτή εδώ τη μικρή χώρα οι άνθρωποι έχουν μια απίστευτη ικανότητα στο να δημιουργούν αδέσποτα.
από τη Μυρτώ Τζώρτζου, myrto1@hotmail.com
Τα αδέσποτα ζώα στην Ελλάδα τα έχουν αναλάβει, για να λέμε τα πράγματα όπως είναι, αποκλειστικά οι εθελοντές φιλόζωοι. Σύμφωνα με το νόμο υπεύθυνοι για αυτά είναι οι Δήμοι. Γνωρίζουμε καλά τι γίνεται με τους δήμους. Δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε. Και το πιο τραγικό από όλα είναι το ότι αν ένας πολίτης τηλεφωνήσει για ένα άρρωστο ή χτυπημένο ζωάκι, δεν είναι λίγοι οι Δήμοι που τον παραπέμπουν στη φιλοζωική της περιοχής. Στους εθελοντές. Για να τα πούμε απλά, οι δήμοι που πληρώνονται για τη διαχείριση των αδέσποτων παραπέμπουν σε ανθρώπους που πληρώνουν οι ίδιοι από την τσέπη τους για να τα περιθάλψουν. Και που το κάνουν γιατί έχουν ενσυναίσθηση, γιατί λυπούνται, γιατί τα πονάνε.
Δεν είναι αστείο; Ο Δήμος από την άλλη σχεδόν πάντα παρεμβαίνει για να πάρει και να κλείσει στο καταφύγιο ένα ζώο όταν κάποιοι δεν το θέλουν. Εκεί είναι πρώτος. Είναι αυτές οι άτιμες οι ψήφοι.
Οι εθελοντές είναι μία πονεμένη ιστορία. Οι ενεργοί, όσοι δηλαδή βρίσκονται συνέχεια στους δρόμους για τα αμέτρητα καθημερινά περιστατικά, έχουν πρώτα από όλα καταστραφεί οικονομικά. Έχουν χάσει όλο τον ελεύθερο χρόνο τους, έχουν κάνει τα αυτοκίνητά τους ασθενοφόρα και τα σπίτια τους ξενοδοχεία-νοσοκομεία όπου βρίσκονται ζώα αδέσποτα, είτε δικά τους, είτε τα έχουν για να τα περιθάλψουν και να τους βρουν ένα σπίτι. Τις περισσότερες δε φορές έχουν να αντιμετωπίσουν και την επιθετικότητα όσων δεν θέλουν τα ζώα δίπλα τους. Και το πιο σημαντικό. Έχουν χάσει την υγεία τους καθώς αυτά που βλέπουν ξεπερνούν και την πιο νοσηρή φαντασία.
Οι ιστορίες ίδιες και γνωστές. Τους πετάνε τα μπολάκια που βάζουν για φαγητό και νερό, τους πετάνε το ίδιο το φαγητό, και τα βάζουν με τους εθελοντές που προσπαθούν να τα βοηθήσουν. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τη φράση «Αν τα αγαπάς, να τα πάρεις σπίτι σου». Και φτάνουν πολλοί εθελοντές να βγαίνουν τη νύχτα για να τα φροντίσουν, όταν δεν θα τους δει κανείς. Απίστευτα πράγματα, όμως εντελώς ελληνικά.
Τα αδέσποτα φυσικά δεν φύτρωσαν μια μέρα στο δρόμο. Εμείς τα κάναμε αδέσποτα. Εμείς είμαστε οι θύτες και αυτά τα θύματα. Εκείνος που δεν στειρώνει το ζώο και τα μωρά που κάνει τα πετάει, αυτός που δεν θέλει το κατοικίδιό του γιατί απλά μια μέρα το βαρέθηκε, εκείνος που δεν θέλει να το περιθάλψει αν αρρωστήσει. Ο κυνηγός που πετάει το κυνηγόσκυλο όταν πλέον δεν του κάνει τη «δουλειά», ο κτηνοτρόφος όταν δεν είναι πια τόσο ικανό για να φυλάξει το κοπάδι του και πάει λέγοντας.
Έτσι τα ζώα αυτά, συνήθως δεν είναι στειρωμένα, πολλαπλασιάζονται μεγαλώνοντας τον αριθμό των αδέσποτων. Ένας αριθμός που αντί να μειώνεται λόγω νόμου, αυξάνει και αυξάνει και αυξάνει. Γιατί νόμοι υπάρχουν αλλά ποιος τιμωρείται;
Και ερχόμαστε στη ζωή των αδέσποτων. Χωρίς να υπερβάλλουμε τα ζώα αυτά καθημερινά ρισκάρουν τη ζωή τους. Κάποιος θα τους πετάξει φόλα και θα πεθάνουν με μαρτυρικό τρόπο. Κάποιος άλλος θα τα πατήσει με το αυτοκίνητο. Άλλος θα τα κακοποιήσει. Ο μεγαλύτερος κίνδυνός τους είμαστε εμείς.
Η κάθε μέρα ενός ζώου στους δρόμους είναι ένας αγώνας επιβίωσης. Να βρει φαγητό, νερό, ένα μέρος να μείνει όταν ο καιρός δεν είναι καλός, όταν βρέχει ή έχει καύσωνα ή παγωνιά. Πολλά πεθαίνουν άρρωστα. Αμέτρητα πυροβολούνται. Ο καθένας σε αυτή τη χώρα έχει μια καραμπίνα. Βγαίνει χαλαρά έξω και ρίχνει. Αν δεν φροντίσει για αυτά ένας εθελοντής, τι θα απογίνουν; Ξέρουμε την απάντηση.
Ο πολιτισμός ενός έθνους φαίνεται από το πώς συμπεριφερόμαστε στους αδύναμους. Η Ελλάδα είναι στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως στις κακοποιήσεις. Οπότε μάλλον ο πολιτισμός πέρασε και δεν μας ακούμπησε.
Τέλος αξίζει να αναφερθούμε και σε κάποια άλλα αδέσποτα. Αυτά των καταφυγίων. Συχνά δεν τα λογαριάζουμε στα αδέσποτα. Και όμως είναι. Τα ζώα αυτά ζουν στα άθλια κυνοκομεία της χώρας μας σε άθλιες συνθήκες. Σε ένα μικρό κλουβί σαν φυλακισμένοι από το οποίο σπάνια βγαίνουν έξω. Και πεθαίνουν δυστυχισμένα στο κλουβί. Εκτός και αν κάποιο σταθεί τυχερό και βρει σπίτι. Λίγα είναι τα τυχερά. Ποιο να πρωτοπάρεις και ποιο να πρωτοσώσεις.
Υπάρχει ελπίδα; Είναι δύσκολη ερώτηση. Η μόνη ελπίδα είναι οι νέες γενιές. Οι νέοι άνθρωποι που πληροφορούνται μέσω διαδικτύου, που ταξιδεύουν, που ανταλλάσσουν γνώμες, που είναι πιο εύκολο να αποκτήσουν ενσυναίσθηση, που βαρέθηκαν τη μέχρι τώρα κατάσταση. Για αυτό ας εναποθέσουμε τις ελπίδες μας σε αυτούς.